- κιτταβίζω
- κιτταβίζω (Α)(αττ. τ.) βλ. κισσαβίζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κιτταβίζειν — κιτταβίζω wearer of pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κισσαβίζω — κισσαβίζω, αττ. τ. κιτταβίζω (Α) φωνάζω σαν κίσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κίσσα (Ι) με σχηματισμό κατά το τιττυβίζω] … Dictionary of Greek